- ιγνυακός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στην ιγνύα: Ιγνυακός βόθρος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιγνυακός — ή, ό [ιγνύα] αυτός που αναφέρεται στην ιγνύ («ιγνυακός μυς») … Dictionary of Greek
ιγνυακός βόθρος — Ρομβοειδής κοιλότητα που σχηματίζεται στο γόνατο, στην πίσω επιφάνειά του. Από την κοιλότητα αυτή περνά η ιγνυακή αρτηρία (η οποία είναι συνέχεια της μηριαίας), η ιγνυακή φλέβα, το κνημιαίο καθώς και το κοινό περονιαίο νεύρο … Dictionary of Greek